περιπόλιο

περιπόλιο
το / περιπόλιον ΝΜΑ [περίπολος]
σταθμός, κατάλυμα τών περιπόλων («περιπόλιον αἱροῡσιν ὃ ἦν ἐπὶ τῷ Ἄληκι ποταμῷ», Θουκ.)
νεοελλ.
μικρό κτήριο με τυφεκήθρες, τού οποίου η άμυνα ανατίθεται σε μικρό τμήμα πεζικού
μσν.-αρχ.
προάστιο ή αστική περιφέρεια
αρχ.
φρ. «τὸ περιπόλιον τῆς Θεοῡ» — συνοικία γύρω από ναό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”